- αλκοολοποιία
- ηπαραγωγή αλκοόλ, οινοπνευματοποιία.[ΕΤΥΜΟΛ. < αλκοόλη + -ποιία (< -ποιός < ποιώ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οινοπνευματοποιία — Η βιομηχανία της παραγωγής οινοπνεύματος και οινοπνευματωδών ποτών. Βασικά, ο όρος σημαίνει την παραγωγή οινοπνεύματος με απόσταξη αλλά ο ίδιος όρος αναφέρεται και στα εργοστάσια παρασκευής ποτών που προέρχονται από ζύμωση, όπως τα κρασιά. Τα… … Dictionary of Greek